λεπριάζω

λεπριάζω
cüzama yakalanmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπριάζω — (Μ λεπριάζω) προσβάλλομαι από λέπρα ή έχω λέπρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτ. τ. τού λεπριῶ, σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ λεπρίασα] …   Dictionary of Greek

  • λέπριασμα — το [λεπριάζω] η μετάδοση τής λέπρας, η προσβολή από λέπρα …   Dictionary of Greek

  • λεπριώ — (Α λεπριῶ, άω) [λέπρα] λεπριάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”